Η οστεοπόρωση είναι μια κατάσταση όπου διαταράσσεται η αρχιτεκτονική των οστών και αυξάνεται ο κίνδυνος καταγμάτων με πιο συχνές εντοπίσεις το ισχίο, τον καρπό και τη σπονδυλική στήλη. Το οστό είναι ένας ζωντανός ιστός -όπως π.χ. το δέρμα, η καρδιά κ.τ.λ. – που ανακατασκευάζεται συνεχώς και αυτή η διεργασία στοχεύει στην αποκατάσταση και διατήρηση της ανατομικής και λειτουργικής σταθερότητάς του, αλλά και στην διατήρηση της μέγιστης οστικής μάζας.
Η οστική αυτή μάζα (Μέγιστη) διατηρείται πολλά χρόνια σταθερή αλλά αρχίζει να μειώνεται με την πρόοδο της ηλικίας και στις γυναίκες και στους άνδρες, χωρίς κάποια συμπτώματα. Η απώλεια, στις γυναίκες επιταχύνεται κατά την εμμηνόπαυση. Η διάγνωση της νόσου γίνεται καλύτερα με τη μέθοδο DΕXA και για την ορθότερη εκτίμηση της οστικής πυκνότητας οι μετρήσεις πρέπει να γίνονται σε δύο περιοχές του σκελετού. Συγκεκριμένα η Μέτρηση οστικής πυκνότητας μπορεί να γίνει :
Α) στην περιοχή της ΟΜΣΣ (Ο1-Ο4).
Β) στην περιοχή του ισχίου(αυχένας / μηριαίου).
Το κέντρο μας, υιοθετώντας τις οδηγίες της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής και της Ρευματολογικής Εταιρείας διαθέτει τελευταίας τεχνολογίας μηχάνημα μέτρησης οστικής πυκνότητας στις ως άνω περιοχές.
Η οστεοπόρωση δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση
Νέα μελέτη που έγινε στην χώρα μας, απέδειξε ότι ένας στους δύο άνδρες που έχει κλείσει τα 50 του χρόνια, πάσχει από οστεοπόρωση. Τα ευρήματα της ελληνικής έρευνας επιβεβαίωσαν τα διεθνή δεδομένα που δείχνουν πως οι μεσήλικες άνδρες κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν από οστεοπόρωση παρά να εμφανίσουν καρκίνο του προστάτη. Το Εθνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης των ΗΠΑ συστήνει την μέτρηση οστικής μάζας σε άνδρες ηλικίας >70 ετών και σε άνδρες 50—69 ετών που έχουν παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση ή κάταγμα.
Ποιοι κινδυνεύουν
Οι σημαντικότεροι παράγοντες εμφάνισης οστεοπόρωσης είναι: η ηλικία, το φύλο, η κληρονομικότητα, o χαμηλός δείκτης μάζας σώματος (<20 kgr/m2 ), το κάπνισμα, η κατάχρηση οινοπνεύματος, η αγωγή με κορτικοειδή, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η δευτεροπαθής οστεοπόρωση και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.